μεθύστρα

μεθύστρα
η
1) пьяница, пьющая женщина; 2) поэт, то, что опьяняет; 3) околоногтевой нарыв

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μεθύστρα" в других словарях:

  • μεθύστρα — η 1. γυναίκα που συνηθίζει να μεθάει, μπεκρού 2. ως επίθ. μτφ. αυτή που είναι πολύ ευάρεστη, μεθυστική 3. φλεγμονή που εμφανίζεται στο δάχτυλο γύρω από το νύχι, αλλ. τριγυρίστρα, λογυρίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεθύω + κατάλ. στρα (πρβλ. βυζά στρα, πλύ …   Dictionary of Greek

  • οινοκάχλαινα — οἰνοκάχλαινα, ἡ (Μ) [οινοκάχλη] γυναίκα που μεθάει, μπεκρού, μεθύστρα …   Dictionary of Greek

  • οινομάχλη — οἰνομάχλη, ἡ (Α) γυναίκα επιρρεπής στην οινοποσία και στην ακολασία, μεθύστρα, μπεκρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + μάχλος, κατά τα θηλ. σε η] …   Dictionary of Greek

  • ορχήστρα — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο χώρος όπου χόρευαν ή στέκονταν οι χορευτές. Η ο. ήταν κυκλικός και επίπεδος χώρος απέναντι από τους θεατές, λίγο χαμηλότερος από το επίπεδο της κατώτατης σειράς των καθισμάτων. Δεν αποτελούσε τέλειο κύκλο, γιατί ένα… …   Dictionary of Greek

  • τριγυρίστρα — και τρογυρίστρα, η, Ν 1. γυναίκα χωρίς ασχολίες που γυρνά στους δρόμους ή σε γνωστά της σπίτια για να περάσει την ώρα της 2. πυώδης φλεγμονή που παρουσιάζεται στην άκρη τών δακτύλων, αλλ. καλαγκάθι, μεθύστρα, κοσκινήστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριγυρίζω… …   Dictionary of Greek

  • κάρδιο — (Cardium). Γένος ελασματοβραγχίων μαλακίων. Περιλαμβάνει μαλάκια που έχουν σχήμα καρδιάς, με δύο ίσες και εξογκωμένες θυρίδες. Οι θυρίδες αυτές εξωτερικά εμφανίζουν βαθιές αυλακώσεις σαν ακτίνες, που ξεκινούν από τον ελαστικό σύνδεσμο και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»